φαινυλοφωσφίνη

φαινυλοφωσφίνη
η, Ν
χημ. συνοπτική ονομασία τριών φαινυλο-παραγώγων τής φωσφίνης με σημαντικότερα τη μονο-και τρι-φαινυλοφωσφίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. phenylphosphine].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φωσφανιλίνη — η, Ν χημ. φαινυλοπαράγωγο τής φωσφίνης, άχρωμο υγρό με δυσάρεστη οσμή, που ζέει στους 160°C, αλλ. μονο φαινυλοφωσφίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωσ φορικός (< φωσφόρος) + ανιλίνη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”